Αδιαμφησβήτητο ταλέντο, μια ζωή γεμάτη στιγμές που με κάποιο μαγικό τρόπο μεταφέρονταν πάντα στο κινηματογραφικό πανί ακόμη και πίσω από τους ρόλους του αφού ο Κώστας Βουτσάς ήταν από άκρη σε άκρη τόσο αληθινός που δεν έβλεπες τον ήρωα αλλά τον ίδιο.
Και φυσικά ποιος ξεχνά τις αμίμητες ατάκες που άφησαν ιστορία αλλά και το τρανταχτό του γέλιο που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές.
Γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στον Βύρωνα Αττικής, τέκνο προσφυγικής οικογένειας με καταγωγή από τους Επιβάτες Θράκης. Το οικογενειακό επίθετο ήταν «Σαββόπουλος», αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα λέγονταν και «βουτσιά». Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, τού είχε προτείνει θιασάρχης να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά εκείνος αρνήθηκε.
Μπριόζος με παιχνιδιάρικο στιλ που είχε αυτό το «κάτι» που τον έκανε να ξεχωρίζει ανάμεσα στους πολλούς κωμικούς της εποχής, κατάφερε με το βάθος της υποκριτικής του δεινότητας να «κατακτήσει» το χώρο. Δεν ήταν όμως όλα πάντα ρόδινα για τον Κώστα Βουτσά.
«Θυμάμαι τρώγαμε τα κιουσπέτ. Ήταν ότι απόμενε από το χαρούπι, ένα μαύρο πράγμα που έτρωγαν τα γουρούνια. Μετά την Κατοχή όταν κατέβηκα στην Αθήνα, δούλευα ως ηθοποιός στα μπουλούκια και έτρωγα στραγάλια και νερό, για να μην πρήζεται το στομάχι μου από την πείνα. Έζησα μεγάλη δυστυχία. Στα μπουλούκια χρησιμοποιούσαμε την έκφραση έχουμε κηδεία», είχε πει για τα δύσκολα παιδικά χρόνια.
Κι αφού έκανε κάθε λογής δουλειά, «άνθισε» το ταλέντο.
Για να επιβιώσει έκανε τον αβανταδόρο στους παπατζήδες και προμηθευόταν τσιγάρα από Άγγλους αιχμαλώτους στο στρατόπεδο του Λαγκαδά, τα οποία στη συνέχεια πουλούσε σε χρηματιστές. Από μικρός είχε μέσα του το «μικρόβιο» της Τέχνης.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων (μπουλούκια). Στην Αθήνα ήρθε σε ηλικία 21 ετών. Συμμετείχε αρχικά σε κάποιες παραστάσεις του θεάτρου «Ακροπόλ». Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή του ο κινηματογράφος. Έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1953 στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» για να ακολουθήσουν, το 1961, οι συμμετοχές του στις ταινίες της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας» του Γιάννη Δαλιανίδη. Ο τελευταίος διακρίνει το ταλέντο του και τού εμπιστεύεται έναν απαιτητικό δραματικό ρόλο στην ταινία του «Κατήφορος». Από εκεί και έπειτα ο ένας ρόλος διαδέχονταν τον άλλο και οι επιτυχίες πήραν μορφή βεγγαλικών.
Η προσωπική του ζωή γεμάτη πάθη, έρωτες και αγάπη… πολλή και ανιδιοτελή!
Υπήρξε σύζυγος της ηθοποιού και χορεύτριας Έρρικας Μπρόγιερ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα (1966). Είχε άλλες δύο κόρες από τον δεύτερο γάμο του, με τη Θεανώ Παπασπύρου, τη Θεοδώρα (1977) και τη Νικολέτα (1979), με την πρώτη να ακολουθεί τα δικά του βήματα στο χώρο της υποκριτικής
Ο επίλογος
Στις 7 Φεβρουαρίου 2020 εισήχθη εσπευσμένα στη ΜΕΘ με καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και λοίμωξη του αναπνευστικού. Απεβίωσε τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 2020, έπειτα από 19 ημέρες νοσηλείας και σε ηλικία 88 ετών. Λίγες μέρες πριν εισέλθει στο νοσοκομείο συμμετείχε σε θεατρική παράσταση. Κηδεύτηκε στις 28 Φεβρουαρίου στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Από την προηγούμενη ημέρα η σορός του είχε τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Η ταφή του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
ΔΕΣ ΤΗ GALLERY – 14 PHOTOS