Οι Ride σχηματίστηκαν το 1988 με επίκεντρο τους κιθαρίστες και τραγουδιστές Andy Bell και Mark Gardener τους οποίους συμπλήρωσαν ο μπασίστας Steve Queralt και ο ντράμερ Laurence «Loz» Colbert. Πολύ σύντομα οι ρόλοι του ηγετικού διδύμου διαφοροποιήθηκαν με τον Mark Gardener να αναλαμβάνει κυρίως εκείνον του τραγουδιστή και τον Andy Bell να αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους αλλά και σημαντικότερους κιθαρίστες της γενεάς του επηρεάζοντας πολλούς από τους μεταγενέστερους εκτελεστές του οργάνου.
Ετσι οι Ride έγιναν, μαζί με τους Slowdive και – αρχικά τουλάχιστον – τους My Bloody Valentine, η τριάδα των συγκροτημάτων που πρωτοστάτησε στο ρεύμα του shoegaze. Συνοπτικά το shoegaze μπορεί να περιγραφεί ως μακροσκελείς κιθαριστικές μελωδίες που κάποιες φορές μετατρέπονταν σε drones αλλά δίχως ίχνος «θορύβου» (με μακρινή μεν αλλά και ισχυρή αναφορά τις αφαιρετικές και μινιμαλιστικές δομές των Velvet Underground) και με ασυνήθιστα πολλά εφέ, επίμονους αλλά και «φευγάτους» ρυθμούς και τα λιγοστά συνήθως φωνητικά να λειτουργούν ως ένα ακόμα στοιχείο του συνολικού οικοδομήματος παρά σαν τυπική ερμηνεία.
Οι Ride κυκλοφόρησαν τέσσερα albums με πιο αντιπροσωπευτικό το δεύτερο, το αριστουργηματικό για το ιδίωμα «Going Blank Again» του ’92, μέχρι την διάλυση τους το 1996. Στη συνέχεια δραστήριος ήταν κυρίως ο Andy Bell, αρχικά ως μέλος των Oasis (στους οποίους, εκτός από κιθάρα, έπαιξε και μπάσο αλλά και keyboards) αλλά και των Beady Eye, της μπάντας του Noel Gallagher όταν αποχώρησε από τους Oasis μετά από έναν ακόμα και χειρότερο από τους προηγούμενους καυγά με τον αδελφό του Liam. Πριν από αυτά είχε σχηματίσει το εφήμερο γκρουπ Hurricane #1 του οποίου – διόλου συμπτωματικά – κυριότερη επιρροή ήταν οι Oasis.
Το ’14 όμως τα τέσσερα ιδρυτικά μέλη των Ride επανενώθηκαν και έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει δύο albums (to ’17 και το ’19) με το τρίτο και πλέον πρόσφατο να είναι το «Interplay» που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες. Για τον έβδομο συνολικά δίσκο των Ride χρειάστηκαν πέντε χρόνια και τα πρώτα που μπορώ να πω για αυτόν είναι ότι αναμφίβολα είναι ο πλέον ώριμος τους αλλά και ότι αν τον ακούσεις αμέσως μετά το «Going Blank Again» χωρίς να γνωρίζεις το υλικό τους θα μπορούσες πολύ ωραία να πιστέψεις ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά συγκροτήματα!
Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτή τη φορά δίπλα στα ονόματα και των τεσσάρων μελών υπάρχουν οι ίδιες λέξεις, παραγωγή και ενορχήστρωση. Προφανώς και κανένας δεν εγκατέλειψε το όργανο του αλλά στην δεύτερη περίοδο τους τα ηλεκτρονικά και η παραγωγή ως εκφραστικό πια και όχι τεχνικό μέσο παίζουν όλο και σημαντικότερο ρόλο στην μουσική τους. Το shoegaze εξακολουθεί να είναι αναφορά τους και μάλιστα καθοριστική αλλά όχι πια η μοναδική, ούτε καν η βάση του ήχου τους. Αντλούν στοιχεία από πολλά ακόμα ρεύματα του rock, ακόμα και της ποπ, όλης της χρονικής περιόδου από τότε που εμφανίστηκαν, μέχρι σήμερα.
Οι κιθάρες εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο αλλά όλο και συχνότερα «επεξεργασμένες» σε τέτοιο βαθμό ώστε σχεδόν να μην ηχούν ως τέτοιες. Είναι φανερή η προσπάθεια τους το «Interplay» να έχει την μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία, από το δυναμικό rock του εναρκτήριου κα πρώτου single «Peace Sign» μέχρι το «I Came To See The Wreck» που σε ένα εναλλακτικό σύμπαν θα μπορούσαν να έχουν γράψει και να παίζουν οι…Depeche Mode! Δεν μπορείς να μην τους επαινέσεις για το ότι ούτε στιγμή δεν επαναπαύονται στις δικές τους έτοιμες «συνταγές» του παρελθόντος έστω και αν μερικά τραγούδια είναι λίγο πιο «άτονα» από όσο θα τα ήθελα.
Δύο μόνο πράγματα έχουν παραμείνει σταθερά από τότε που ξεκίνησαν μέχρι τώρα, η widescreen, «σινεμασκόπ» διάσταση του ήχου τους και η ονειρική διάθεση η οποία ενυπάρχει ακόμα και στις πιο μελαγχολικές στιγμές τους. Το «Interplay» είναι ένα album που σε προσκαλεί να ταξιδέψεις μαζί του, εκτός αλλά και εντός σου. Ο τίτλος του τελευταίου τραγουδιού του συνοψίζει την φιλοσοφία των Ride αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια πολύ μεγάλη αλήθεια, τουλάχιστον για κάποιους και κάποιες. «Yesterday Is Just A Song»…
Ας σημειώσουμε ότι οι Ride θα έρθουν στην Αθήνα στο πλαίσιο του Release Festival, την Πέμπτη 20 Ιουνίου, στην Πλατεία Νερού.