Είναι πολύ σημαντικό ότι η Hania Rani (το πλήρες αληθινό όνομα της είναι Hanna Raniszewska) θα συμπληρώσει τον Σεπτέμβριο μόλις τα τριάντα τέσσερα χρόνια της. Γεννήθηκε το 1990 στο Γκντανσκ της Πολωνίας και σπούδασε πιάνο αρχικά στην γενέθλια πόλη της και μετά στην Βαρσοβία. Παιδί – θαύμα του πιάνου προοριζόταν για μια λαμπρή αλλά και τυπική καριέρα σολίστ αλλά αυτό δεν συνέβη γιατί εξίσου – αν όχι και περισσότερο – από την κλασική μουσική αγαπούσε την jazz.
Σχημάτισε το πρώτο της jazz piano trio στην εφηβική ηλικία της και άρχισε να παίζει μαζί του, αρχικά διασκευές κομματιών άλλων αλλά πολύ σύντομα δικές της συνθέσεις. Η φήμη της άρχισε να υπερβαίνει τα όρια της Πολωνίας και έτσι υπέγραψε συμβόλαιο με την Gondwana Records, την πλέον προοδευτική βρετανική jazz εταιρεία του εικοστού πρώτου αιώνα. Το πρώτο album της «Esja» κυκλοφόρησε το ’19 και λίγο αργότερα μετοίκισε στο Βερολίνο, μοιράζοντας έκτοτε τον χρόνο της ανάμεσα σε αυτό και την Βαρσοβία.
Αν και την επόμενη χρονιά ήρθε το δεύτερο προσωπικό album της «Home» η συνέχεια έδειξε ότι η Hania Rani δεν θα είχε μια συνηθισμένη για jazz πιανίστρια διαδρομή. Γιατί ακολούθησε μια συλλογή με μουσική που έγραψε για κινηματογραφικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις και – αφού μεσολάβησε το «Inner Symphonies», μια σύμπραξη της με την ομοεθνή της σολίστ του βιολοντσέλου και συνθέτρια που κυκλοφόρησε από την Deutsche Grammophone –πέρυσι τον Φεβρουάριο το «On Giacometti».
O δίσκος αυτός ήταν το soundtrack της για ένα ντοκιμαντέρ για τον σπουδαίο Ιταλό ζωγράφο Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Για να το συνθέσει πέρασε έναν χειμώνα σε ένα μικρό χωριό στις ελβετικές Αλπεις, πολύ κοντά στην περιοχή όπου γεννήθηκε ο Τζιακομέτι, το οποίο ήταν αποκλεισμένο από το χιόνι. Όταν κυκλοφόρησε το κατά βάση πιανιστικό album φάνηκε ότι ήδη είχε προχωρήσει πάρα πολύ. Ηταν όμως το «Ghosts», τρίτο προσωπικό album της και δεύτερη κυκλοφορία της μέσα σε οκτώ μόλις μήνες, που έδειξε ότι οι υποσχέσεις για κάτι ακόμα περισσότερο προσωπικό και εξολοκλήρου νέο του «Home» είχαν πλέον πραγματοποιηθεί με τον πλέον ανανεωτικό και συναρπαστικό τρόπο.
Όπως είναι φυσικό το «Ghosts» ήταν το επίκεντρο της συναυλίας της στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος του ΚΠΙΣΝ που ξεκίνησε με κάποια μικρά τεχνικά προβλήματα στα οποία όμως δεν επέτρεψε ούτε στο ελάχιστο να επηρεάσουν το κέφι και την εξαιρετικά θετική διάθεση της. Το κύριο χαρακτηριστικό του «Ghosts» είναι ότι τα δύο στοιχεία που εμφανίστηκαν στο «Home», η χρήση αναλογικών synthesizers και γενικότερα ηλεκτρονικών αλλά και της φωνής της, υπάρχουν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό και πιο έντονα. Το ίδιο φυσικά συνέβη και στη συναυλία.
Είχε γύρω της δύο πιάνα, ένα με ουρά και ένα όρθιο, τα synthesizers της με κυριότερο ένα Prophet και κάποιους controllers και εναλλασσόταν συνεχώς ανάμεσα τους, όχι μόνον από κομμάτι σε κομμάτι αλλά πολύ συχνά και στο ίδιο. Μαζί της ο κοντραμπασίστας Ziemowit Klimek, σταθερός συνεργάτης της από όταν ήταν μέλος του τρίο της στο «Home», εκτός από την συνεισφορά του στις μελωδίες ενίσχυε τις χαμηλές συχνότητες ενώ κάποιες φορές αντί για το όργανο του έπαιζε και εκείνος ένα άλλο vintage analogue synthesizer, ένα Moog.
Τα νέα κομμάτια της Hania Rani απλά δεν ακολουθούν κανενός είδους φόρμουλα. Ένα μπορεί να ξεκινήσει ως πιανιστική μινιατούρα, να εξελιχθεί σε jazz αυτοσχεδιασμό, να μετατραπεί σε πρώιμη electronica ή ακόμα και σε μια δική της εκδοχή ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, να απογειωθεί προς avant garde κατευθύνσεις και μετά να επιστρέψει στο αρχικό θέμα με την υψηλότατη βιρτουοζιτέ μιας άξιας ομοεθνούς και «απογόνου» του μέγιστου Φρεντερίκ Σοπέν. Υπάρχουν όμως και πάρα πολλές άλλες παραλλαγές αυτής της δομής, στην πραγματικότητα απεριόριστες στη ζωντανή συνθήκη, όσες και όποιες την οδηγεί η αυτοσχεδιαστική διάσταση της jazz πλευράς της αλλά και η ίδια η φύση κάθε κομματιού καθώς το αφήνει να εξελίσσεται με άξονα την διάθεση της αλλά και τα ερεθίσματα που λαμβάνει από το κοινό κάθε εμφάνισης της.
Καθιστή όταν έπαιζε πιάνο, όρθια στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης διάρκειας, κάποιες φορές μην παίζοντας καθόλου αλλά διαμορφώνοντας τον ήχο από τους controllers που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και να ήταν μια μίνιμαλιστική και άκρως «λικνιστική» bassline οπότε το σώμα της εδονείτο αβίαστα από τις χαμηλές συχνότητες. Σε ‘άλλες περιπτώσεις μάζες ήχου συνόδευαν σε μια σαγηνευτική αντίστιξη μια λεπταίσθητη πιιανιστική μελωδία.
Είμαι σίγουρος ότι ποτέ δεν πίστεψε ότι είναι «τραγουδίστρια». Η φωνή της είναι πρώτον και σημαντικότερο ένα ακόμα στοιχείο του ηχητικού οικοδομήματος της και ερμηνευτικά, χάρη στην πολύ ευχάριστη χροιά της, ένα επιπλέον εκφραστικό μέσο καθώς αποδίδει τους «κρυπτικούς», πολύ περισσότερο φιλοσοφικούς παρά ρεαλιστικούς στίχους της. Είτε παίζοντας με δοξάρι είτε pizzicato o Ziemowit Klimek άλλοτε απλά την συνόδευε και άλλοτε ωθούσε και εκείνος προς ανεξερεύνητες ηχητικές περιοχές. Φωτισμοί και αφαιρετικά βίντεο συμπλήρωναν μια ολοκληρωμένη ακουστικοοπτική εμπειρία.
Η Hania Rani κατέχει αρκετά ιδιώματα αλλά δεν αντιλαμβάνεται τα όρια τους ως απαραβίαστα σύνορα αλλά αντίθετα σαν περάσματα για να δομήσει το ολοένα και διευρυνόμενο μουσικό σύμπαν της. Το υπό την αιγίδα του ΟΗΕ WOW είναι ένας φορέας που με τις ετήσιες εκδηλώσεις του σε πολλές χώρες του κόσμου έχει ως σκοπό την ενδυνάμωση των γυναικών και την σύσφιξη των σχέσεων αλληλεγγύης μεταξύ τους. Εχω την αίσθηση ότι συμμετείχε στην ελληνική έκδοση του αλλά δίχως να αισθάνεται ότι την αφορά προσωπικά. Είναι ένας απολύτως συγκροτημένος άνθρωπος, μια γλυκιά και φιλική παρουσία που δεν έχει να διεκδικήσει οτιδήποτε, ούτε από άντρα ούτε από γυναίκα. Το έχει ήδη κατακτήσει και αυτό είναι που, πριν από πάρα πολλά άλλα βέβαια, εκφράζει η δημιουργία της.
Ένα πάρα πολύ μεγάλο αλλά και σπάνιο ταλέντο μιας εξαιρετικά προικισμένης από κάθε πλευρά μουσικού που θα μας απασχολήσει πολύ, πάρα πολύ τα επόμενα χρόνια.