Εδώ και δεκαετίες οι ζωές μας σφραγίζονται από την τεχνολογία. Και παρότι τεχνήματα συναντάμε σε μεγάλο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας, τουλάχιστο το τμήμα της που περιλαμβάνει αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό», τις τελευταίες δεκαετίες ο βαθμός στον οποίο οι ζωές μας καθορίζονται από την ανάπτυξη και λειτουργία τεχνικών συστημάτων έχει αυξηθεί με εκθετικό τρόπο. Άλλωστε, στην εποχή της καθολικής γενίκευσης των ψηφιακών συστημάτων, της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και των αυξανόμενων τεχνολογικών παρεμβάσεων επί του ίδιου του ανθρώπινου σώματος, σε μεγάλο βαθμό ζούμε και εντός τεχνολογικών συστημάτων.
Όμως, αυτό γεννά κρίσιμα ερωτήματα. Για τον κοινωνικό ρόλο αλλά και τον κοινωνικό καθορισμό της τεχνολογίας, για ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν κατά τον σχεδιασμό αλλά και την αξιοποίηση των τεχνικών συστημάτων, τις εντάσεις που χαρακτηρίζουν τη σχέση ανάμεσα σε τεχνολογία και κοινωνία.
Σε αυτά τα ερωτήματα, σε όλο το εύρος και βάθος τους, δοκιμάζει να εισάγει τον αναγνώστη, το βιβλίο του Κώστα Θεολόγου «Φιλοσοφία και τεχνολογία, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από την Ελληνοεκδοτική. Ο συγγραφέας του, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού σε ένα κατεξοχήν τεχνολογικά προσανατολισμένο ίδρυμα όπως το ΕΜΠ βρίσκεται, με μία έννοια, ακριβώς στη θέση που πρέπει για να ασχοληθεί με αυτά τα ερωτήματα.
Ο Θεολόγου συνδέει τα ερωτήματα που αφορούν την τεχνολογία με τον μοντερνισμό ως μεταρρυθμιστικό και φιλοσοφικό ρεύμα που αναδύθηκε εντός της νεωτερικότητας στο πέρασμα από τη 19ο στον 20ο αιώνα, θεωρώντας ότι είναι σε αυτό το πλαίσιο που κατεξοχήν αναδύονται τα κρίσιμα ερωτήματα, παρότι προφανώς η φιλοσοφία αναμετρήθηκε τα ζητήματα που αφορούν την τεχνολογία με την ευρύτερη έννοια και σε προηγούμενες φάσεις της. Αυτό εξηγεί γιατί ενώ η φιλοσοφική ενασχόληση με την επιστήμη και τη γνώση ευρύτερα έχει ένα μεγάλο ιστορικό βάθος, τα ζητήματα της τεχνολογίας αναδύονται συγκριτικά πιο πρόσφατα, όπως δείχνει και η ανάδειξη του ερωτήματα περί της τεχνο-επιστήμης.
Σε αυτό το φόντο αναδύονται κρίσιμα φιλοσοφικά ερωτήματα ως προς την κατανόηση του τεχνολογικού φαινομένου, όπως είναι το ερώτημα για τον τεχνολογικό σχεδιασμό αλλά και για το εάν προέχουν οι κοινωνικές ή οι τεχνικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, με τον Θεολόγου να προσφέρει μια αναγκαία επισκόπηση των διαφορετικών τοποθετήσεων που έχουν υπάρξει για τέτοια ζητήματα, επιμένοντας ότι στο τέλος δεν μπορούμε να αποφύγουμε τα κανονιστικά ερωτήματα.
Αυτό ακριβώς φέρνει τον Θεολόγου στην ενασχόληση με τις ηθικές και κοινωνικές πτυχές της τεχνολογίας, αλλά και σε πιο εξειδικευμένα ερωτήματα όπως είναι ηθική των μηχανικών και της μηχανοτεχνίας, όπως και με τα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν συγκεκριμένες τεχνολογίες. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το ζήτημα της αξίας στην ηθική τεχνολογίας, που εξειδικεύεται στο ερώτημα για την ουδετερότητα ή μη της τεχνολογίας, αλλά και το ζήτημα που αφορά το εάν μπορούμε να αποδώσουμε στις τεχνολογίες ηθική αυτουργία ή ικανότητα για δράση. Παράλληλα, αναδεικνύεται το ερώτημα της ευθύνης, των μηχανικών ή των ιατρών, αλλά και ζητήματα που αφορούν τους κινδύνους από την τεχνολογία.
Όλα αυτά καταλήγουν σε μια ισχυρή και τεκμηριωμένη θέση υπέρ της ανάγκης για συνειδητή αποδοχή της ηθικής ευθύνης που προκύπτει σε σχέση με την τεχνολογία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θεολόγου: «Η “τεχνολογική στροφορμή” (technological momentum) είναι μια πανίσχυρη δύναμη και μπορεί να μας παρασύρει απερίσκεπτα στην ολισθηρή ροή της. Μπορούμε να αντιταχθούμε σε αυτή τη δύναμη, αλλά προαπαιτείται μια συνειδητή αποδοχή της ευθύνης για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζονται και εφαρμόζονται (χρησιμοποιούνται) οι τεχνολογίες. Χωρίς την ανάληψη αυτής της ευθύνης κινδυνεύουμε να καταστούμε μέσα για τους σκοπούς τρίτων» (σ. 96).
Το βιβλίο συμπληρώνεται από ένα δεύτερο μέρος που ασχολείται με ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την ιστορία της τεχνολογίας. O Θεολόγου καταρχάς εξετάζει το ερώτημα εάν μπορούμε να πούμε ότι τα ζώα έχουν τεχνολογία, όπως έχει διατυπωθεί σαν άποψη, και υποστηρίζει ότι τεχνολογία και πολιτισμός συνδέονται αποκλειστικά με τον άνθρωπο και ότι μόνο με αυτό τον τρόπο αποφεύγουμε μια σχετικιστική σύλληψη της έννοιας της τεχνολογίας που στο τέλος θα κατέληγε να μας κάνει να θεωρήσουμε ότι τα ζώα έχουν τη δυνατότητα αυτόνομης σύλληψης και ανάπτυξης, που με τη σειρά της θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για να αρνηθούμε την υποχρέωσή μας να τα προστατεύσουμε όπως και συνολικά να προστατεύσουμε το περιβάλλον.
Το δεύτερο είναι αυτό που αφορά τη σχέση ανάμεσα στην έννοια του εργαλείου και αυτή της γνώσης και εξετάζει το εάν μπορούμε να δούμε τα εργαλεία του ανθρώπου ως συνιστώσα ενός ολιστικού τεχνικού συστήματος. Σε μια τέτοια προοπτική το σύμπαν γίνεται ένα μεγάλο εργαλειακό σύστημα και ο άνθρωπος ένα έμψυχο εξάρτημα αυτού του περίπλοκου πολυπαραμετρικού εργαλειακού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος οδηγείται μέσα από τη συστηματική διερεύνηση των εξαρτημάτων του συστήματος που τον περιβάλλει στη διαρκή πειραματική εξέλιξη των εργαλείων της μελέτης αλλά τελικά και στην εμβριθέστερη αυτογνωσία του.
Το τρίτο ερώτημα αφορά τα ερωτήματα που προκύπτουν στη συνάντηση ανάμεσα στη βιολογική και την τεχνολογική διάσταση και το εάν μπορούμε να μιλάμε για μια αναδυόμενη νέα βιοταυτότητα, ενώ στο τελευταίο κείμενο του Β’ μέρους ο Θεολόγου ασχολείται με τις εννοιολογήσεις της τεχνολογίας στο έργο του Άρνολντ Πέισι.
Συνολικά, το βιβλίο του Θεολόγου αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση και μια προσθήκη στη βιβλιογραφία, προσφέροντας ταυτόχρονα μια ιδιαίτερα κατατοπιστική παρουσίαση βασικών ερωτημάτων πάνω στη συνάντηση φιλοσοφίας και τεχνολογίας αλλά και μια κρίσιμη υπεράσπιση μιας κριτικής και στοχαστικής τοποθέτησης απέναντι σε έναν ισοπεδωτικό τεχνοκρατισμό.