Η ιστορία μας ξεκινά μες την Κατοχή. Ο Έκτορ, στενός φίλος του Μάνου Χατζιδάκι, ιδιοφυής φοιτητής, του μιλάει για την μαγεία των ρεμπέτικων τραγουδιών. Δυστυχώς θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα εκτελεσθεί από τους Γερμανούς. Μετά την Απελευθέρωση ο Χατζιδάκις θα επιχειρήσει να αισθανθεί ποια ήταν εκείνα τα μουσικά στοιχεία που γοήτευαν τον φίλο του, σε μια εποχή που όποιος κρατούσε μπουζούκι θεωρούνταν κοινωνικό κατακάθι. Επισκέπτεται την ταβέρνα που τραγουδά ο Βαμβακάρης. Μεζεδάκι και ρετσίνα. Κάνει μπαμ πως δεν ανήκει στον μπουζουκόκοσμο και ορισμένοι ψευτόμαγκες τον ενοχλούν. Ο Μάρκος παρεμβαίνει και καθαρίζει για τον πιτσιρικά λέγοντάς του: «Όποτε έρχεσαι θα κάθεσαι κοντά μου».
Ο νεαρός μαγεύεται και κολακεύεται συνάμα. Πηγαίνει ξανά και ξανά και μάλιστα με εκλεκτή παρέα, όπως τη μουσικοκριτικό και συγγραφέα Σοφία Σπανούδη, τον μουσικοσυνθέτη, μουσικοπαιδαγωγό και στυλοβάτη της Εθνικής Μουσικής Σχολής, Μανώλη Καλομοίρη…
Τα μπετά για την περίφημη διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης (στην πλατεία Καρύτση) στις 31 Ιανουαρίου του 1949 είχαν ριχθεί. Ο 24χρονος φέρελπις μουσικοσυνθέτης ρίσκαρε σε μια εποχή ζόρικη, η φλόγα του όμως, ενδεχομένως αχαλιναγώγητη, ήταν καίρια και μεστή. Γι’ αυτό και η πυρκαγιά που άναψε, και έπιασε τόπο και ακόμη μνημονεύεται.
Στη δεκαετία του ’50 ο Μάρκος και η Σωτηρία Μπέλλου, συμπαραστάτες στην «παρέμβαση» του Χατζιδάκι στην ουσία έχουν τεθεί εκτός παιχνιδιού (θα επανέλθουν και οι δύο δυναμικά στην επόμενη, ο πρώτος στις αρχές της, η δεύτερη λίγο μετά τα μισά της)
Βασιλεύει ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις συμπράττει μαζί του στις μουσικές που γράφει για το «Δράκο» του Κούνδουρου και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη αλλά και στα κινηματογραφικά τραγούδια που ντουμπλάρει ο Μπιθικώτσης το 1957 (Είμαι άντρας, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Αχ βρε παλιομισοφόρια). Στην παρέα τους και ο συνεργάτης του Τσίλα και δυνατός μπουζουξής Ανέστος Αθανασίου, ο περίφημος «Γύφτος». Όταν τα τραγούδια της «Στέλλας» περάσουν στη δισκογραφική εκδοχή τους με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ο Χατζιδάκις θα «δουλέψει» με τους παικταράδες Γιώργο Τσιμπίδη και Γιάννη Σταματίου (ο ξακουστός Σπόρος).
Όπως καταλαβαίνεται οι επενδύσεις για τον κινηματογράφο θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο να «βγάλει» ο Χατζιδάκις το λαϊκό χαρακτήρα του και το σεβασμό του στον ήχο και τον τρόπο του μπουζουκιού και των χειριστών του.
Στο soundtrack της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» παίζουν ο Γιώργος Ζαμπέτας με τον Γιαννάκη Αγγέλου. Ο τελευταίος υπήρξε δεξιοτέχνης φαινόμενο, από παιδί με κοντά παντελονάκια στο πατάρι, γι΄ αυτό και… Γιαννάκης, γι’ αυτό και θα δώσει το παρών και στην Χατζιδακική εκδοχή του «Επιτάφιου».
Με το Ζαμπέτα ο Χατζιδάκις θα… δέσει (Είμ’ αητός χωρίς φτερά, Κυρ-Αντώνης, στην πρώτη εκτέλεσή του, Οδός ονείρων, στο στούντιο, Κάννες, στο αθάνατο γλέντι, στην ταινία Τοπ Καπί, στις ταινίες της Αλίκης: Χτυποκάρδια στο θρανίo, Η Λίζα και η άλλη, Aliki my love ) γι’ αυτό και θα του επιτρέψει να… σχολιάζει χαρίζοντας μας αξεπέραστα σόλο. Στην παρέα τους συχνά και το alter ego του Γιώργαρου, ο αισθαντικός και λαμπερός, Στέλιος Ζαφειρίου.
Το 1961, όταν ο αδιαφιλονίκητος, τότε και… πάντα, βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού θα ευλογηθεί με τέσσερα τραγούδια σε μουσική του Χατζιδάκι, στις πενιές κεντάει ανεπανάληπτα ο Μανώλης Χιώτης. Ο Καζαντζίδης πολλές φορές θα μου μιλήσει για την αντρικό χαρακτήρα του συνθέτη, εννοώντας την καθαρότητα και τη μπέσα του. Μάλιστα θυμόταν με γλυκύτητα πως σε δικαστική διαμάχη που είχε με την εταιρεία Κολούμπια «ο Μάνος αποσύρθηκε από μάρτυρας όταν έμαθε πως ο αντίδικος ήμουν εγώ. Βρε τις κουφάλες είπε, και… εξαφανίστηκε».
Να σημειώσουμε πως και ο Χατζιδάκις λάτρευε τη φωνή του Καζαντζίδη. Απ’ τα μισά του ’50 σε κατ’ οίκον ακροάσεις, η περίφημη «Κοινωνία» του Καραπατάκη και του Κολοκοτρώνη με τη σφραγίδα του Χιώτη αποτελούσε προϊόν έρευνας… και σκέψεως, ενώ το 1975, στον διάσημο δίσκο του ερμηνευτή «Υπάρχω», στο ένθετο φιλοξενείται δήλωση του Χατζιδάκι στον στιχουργό Πυθαγόρα: «Φωνές σαν τον Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα».
Το 1962, στον κύκλο «Πασχαλιές Μέσα Από Τη Νεκρή Γη», τη δεύτερη ολοκληρωμένη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι πάνω στα ρεμπέτικα τραγούδια μετά τις «Έξη λαϊκές ζωγραφιές», συναντάμε τους άσσους της Κολούμπια Κώστα Παπαδόπουλο, Λάκη Καρνέζη και Στέλιο Μακρυδάκη. Εδώ βέβαια γεννήθηκε και η παρεξήγηση με τον Γιώργο Μητσάκη, για την χωρίς άδεια χρήση τραγουδιού του, με αποτέλεσμα την επανακυκλοφορία του δίσκου χωρίς το «Κομπολογάκι». Το συμβάν θα έχει σαν σημαντική συνέπεια την αποχώρηση του Μητσάκη από την Κολούμπια.
Στις Αμερικάνικες ημέρες της περιόδου 1966-1972 ο Χατζιδάκις θα χρησιμοποιήσει τον Χάρη Λεμονόπουλο και τον Γιαννάκη Αγγέλου στις παραστάσεις και την ηχογράφηση του soundtrack της περίφημης Broadway παράστασης «Illya Darling».
Στον επαναπατρισμό του το 1972, στον «Σκληρό Απρίλη του 45», όπως και στην «Αθανασία» που θα ακολουθήσει, το… λόγο έχει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Στο οπισθόφυλλο του δίσκου, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γράφει ένα εκτενές κείμενο το οποίο «σβήνει» ως εξής:
«Ο Χατζιδάκις είχε πει πως οι «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» ήταν μια προσευχή. «Ο σκληρός Απρίλης του 45» είναι κάτι περισσότερο: ένα ρέκβιεμ σ’ εκείνο το ωραίο και τόσο γόνιμο νεανικό μας όραμα κι ίσως έτσι η ενδόμυχη υπόσχεση μιας το ίδιο γόνιμης χρήσης του λίγου χρόνου που μας μένει ακόμα».
Στο «Μεγάλο Ερωτικό» συναντάμε στο μπουζούκι τον Γιώργο Χατζηθωμά ενώ σταδιακά καθώς αλλάζει το γενικότερο μουσικό τοπίο μαζί και με τον «χαρακτήρα» του λαϊκού τραγουδιού, ο Χατζιδάκις «απομακρύνεται» απ’ το μπουζούκι.
Είναι χαρακτηριστική η υποσημείωσή του στο δίσκο «Τα Πέριξ» (1974):
«Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι, που δεν το μεταχειρίζομαι. Έτσι καθώς κατάντησε καλοντυμένο πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μας κληρονόμησαν οι «άγνωστοι και ανώνυμοι» δάσκαλοι των σεμνών καιρών».
Παρά ταύτα στον Χατζιδακικό αστερισμό θα λάμψουν ακόμη οι πενιές-ψυχές του Χρίστου Ψαρρού και του Βασίλη Ηλιάδη που έπαιξαν στην «Εποχή της Μελισσάνθης» και του Κώστα Ζαριδάκη που έπαιξε στο «Χειμωνιάτικο ήλιο» (στην πρώτη δισκογράφησή του, η δεύτερη έγινε χωρίς μπουζούκι), στις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και στα «Τραγούδια για την Ελένη».
Ο Χατζιδάκις με το έργο, την προσωπικότητα και την παρεμβατικότητά του ωφέλησε μεστά το μπουζούκι και το τραγούδι στο οποίο αυτό έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και όχι μόνο. Στις εργασίες του το όργανο έχει ευρηματική θέση και οι εκτελεστές του κομβικές και αποκαλυπτικές συνάμα καταθέσεις. Με την αισθητική και το χάρισμά του δημιούργησε μια ατόφια ελληνική αλλά ταυτόχρονα διεθνή μουσικότητα πέρα από «τουριστικές» ματιές -που φυσικά και δεν υποτιμάμε την καλή πλευρά τους- και στερεότυπα, επηρεάζοντας όλο το μουσικό σύμπαν. Απ’ τον Ξαρχάκο μέχρι και τον Πλέσσα (ενδεικτικά τρανά παραδείγματα).
Ο λόγος σε εκείνον, μέσα από την διορατική κατάληξη της μυθικής διάλεξής του:
«Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας».
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 15 Ιουνίου του 2024 στο ένθετο των «Νησίδων» που ήταν ολόκληρο αφιερωμένο στο Μάνο Χατζιδάκι