Το ελληνικό κοινό γνώρισε την Βάκια Σταύρου το ’05 με ένα πολύ ενδιαφέρον EP σε παραγωγή του Γιώργου Ανδρέου που ανάμεσα στα άλλα περιλάμβανε και μια πολύ ιδιαίτερη διασκευή του «Clandestino» του Manu Chao με ελληνικούς στίχους και τίτλο «Ο.Η.Ε.». Ακολούθησαν η επιστροφή της στην Κύπρο και στη συνέχεια η μετοίκηση της στην Γαλλία και δύο albums, τo
’10 και το ’16. Με το τρίτο, το «Vakia» που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, επανασυστήνεται συνολικά στο κοινό και βέβαια και στο ελληνικό.
Mεσολάβησαν επτά ολόκληρα χρόνια ανάμεσα σε εκείνο το αρχικό EP και το πρώτο album σου. Γιατί τόσο πολύ και τι έκανες όλο αυτό το διάστημα;
Έκανα πολλά που δεν είχαν σχέση με έναν δίσκο. Φεύγοντας από την Ελλάδα – όπου δεν είχα μείνει περισσότερο από ένα χρόνο είναι η αλήθεια – επέστρεψα στην Κύπρο και προσπάθησα να οργανώσω τα επόμενα βήματα μου αλλά ταυτόχρονα και να επιβιώσω. Τραγούδησα σε ωραία πιάνο μπαρ και μάζευα χρήματα για να κάνω την «απόδραση» μου προς το Παρίσι, χωρίς
να γνωρίζω κανέναν εκεί και σχεδόν στα τυφλά. Ένιωθα όμως μια έλξη και κάτι μαγικό να με ελκύει εκεί αλλά κυρίως είχα μεγάλη αγάπη για το γαλλικό τραγούδι και συνολικά την γαλλική κουλτούρα. Βρέθηκα στο Παρίσι προσπαθώντας σιγά – σιγά να βρω τον δρόμο μου, μια πορεία. Ξεκινώντας από πολύ μικρούς συναυλιακούς χώρους, επιμένοντας έτσι ώστε μετά από κάποια χρόνια πέρασα σε μεγαλύτερους καθώς και σε φεστιβάλ. Γι’ αυτό και το πρώτο album που ήταν δική μου παραγωγή άργησε να κυκλοφορήσει.
Πέρασαν άλλα έξι χρόνια για το δεύτερο album σου και οκτώ για το τρίτο και πλέον πρόσφατο. Χρειάζεσαι τόσο πολύ για την δημιουργική διαδικασία κάθε δίσκου ή δεν βιάζεσαι και αφήνεις τα πράγματα να ακολουθούν τον ρυθμό τους;
Κάποιες φορές χρειάζεσαι χρόνο μεταξύ δισκογραφικών εργασιών, να πάρεις μια απόσταση για να μπορέσεις να δεις τα πράγματα πιο ρεαλιστικά. Για εμένα, ενώ υπήρχε η επιθυμία, δεν ήταν εύκολο στην πράξη γιατί απαιτούνται αρκετά χρήματα για να γίνει ένας δίσκος. Οπότε ο δεύτερος δίσκος προέκυψε ξαφνικά αφού μια γαλλική εταιρεία, η Accords Croises, επικοινώνησε μαζί μου και μου πρότεινε να ηχογραφήσω για aυτήν τα νέα τραγούδια μου. Ετσι σε ένα μήνα είχαμε ήδη μπει στο στούντιο στο Παρίσι κα μαζί με τους μουσικούς μου ηχογραφήσαμε το
«Alasia».
Το ότι σε αυτό το album έδωσες για τίτλο το όνομα σου σημαίνει ότι είναι το πιο προσωπικό σου μέχρι τώρα ή όχι απαραίτητα;
Όχι απαραίτητα. Απλά ένιωσα, μέσα μου πιο πολύ θα έλεγα, ότι ήρθε η ώρα να ξανασυστηθώ στο κοινό μετά από μεγάλη απουσία απλά με το μικρό μου όνομα. Πιο εύηχο και πιο «εγώ» από το Σταύρου. Επίσης για το κοινό στο εξωτερικό είναι πιο εύκολο να με θυμάται με το μικρό μου όνομα. Υπό μιαν έννοια δηλαδή ξανάκτισα την σχέση μου με τον κόσμο!
Αισθάνεσαι την ανάγκη να εκφράζεσαι τραγουδώντας σε αρκετές γλώσσες ή αυτό εξαρτάται από τη φύση και τη γλώσσα βέβαια κάθε τραγουδιού;
Είναι κάτι που δυσκολεύομαι να εξηγήσω καθώς μου βγαίνει πολύ αυθόρμητα, σχεδόν με υπερβαίνει. Πάντα είχα μεγάλο ενδιαφέρον και αγάπη για τις ξένες γλώσσες και προσπάθησα να μάθω μερικές για να τις προφέρω σωστά όταν τραγουδώ αλλά αυτή η επιθυμία είναι πραγματικά κάτι που δεν σχεδίασα. Θα το έλεγα εσωτερική ανάγκη, κάτι σαν κάλεσμα.
Το «In A Manner Of Speaking» το ανακάλυψες και το αγάπησες από την διασκευή των Nouvelle Vague ή την αυθεντική εκτέλεση των Tuxedomoon;
Οι Nouvelle Vague μου το γνώρισαν και έτσι το αγάπησα. Στους Τuxedomoon όμως και ειδικότερα στον Winston Tong, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτό το εσωτερικό «ψυχορραγικό» τραγούδι και για την άδεια που μου παραχωρήθηκε αμέσως για να το κυκλοφορήσω στην δική μου εκδοχή.
To «Cucurucucu Paloma» είναι μάλλον παράξενη επιλογή για διασκευή το 2024, έτσι δεν είναι;
Να μου επιτρέψεις να διαφωνήσω. Αισθάνομαι ότι κάθε διαμάντι (όπως ένα τέτοιο τραγούδι που ερμήνευσε ο Pedro Infante, το 1955!) δεν χάνει την λάμψη του ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Γιατί υπάρχει μελωδία, αρμονία, στίχοι, νόημα, αυτά που διαπιστώνω ότι δύσκολα βρίσκεις σήμερα σε πολλά από τα νέα τραγούδια που κυκλοφορούν χωρίς να λέω φυσικά ότι δεν υπάρχουν εξαιρετικά νέα τραγούδια αλλά αεκετά σπανιότερα. Είναι ένα τραγούδι τόσο απογειωτικό και ταυτόχρονα σπαραξικάρδιο ώστε αν αποδοθεί κατάλληλα μπορεί να συγκινήσει και τον σημερινό εικοσάρη, αρκεί βέβαια να διαθέτει μια ανάλογη ευαισθησία.
Έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με την θάλασσα, τόσο ως πηγή έμπνευσης όσο και συνολικά;
Γεννήθηκα σε νησί, αν και μεγάλωσα στη Λευκωσία που δεν διαθέτει παραλίες. Όταν όμως ήμασταν μικρά παιδιά, όλα μα όλα τα καλοκαίρια, κάναμε κάμπινγκ με τους γονείς μου δίπλα στη θάλασσα. Εκεί κάναμε τις πρώτες παρέες με άλλα παιδιά, τις πρώτες φιλίες που ξανανταμώναμε κάθε καλοκαίρι, σαν ένα κρυφό, «ανεπίσημο» ραντεβού. Η θάλασσα ζει μέσα μου, είναι μια βαθιά ανάμνηση, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και, χωρίς να το συνειδητοποιώ, γράφω για αυτήν τραγούδια και τα ερμηνεύω. Οντως είναι μια από τις κυριότερες εμπνεύσεις μου.
Τι σε κινητοποιεί, πριν ίσως ακόμα και από τα να σε εμπνεύσει, για να γράψεις ένα τραγούδι;
Το συναίσθημα. Το συναίσθημα με κυριαρχεί απόλυτα και με οδηγεί. Με πιάνει από το χέρι και δεν με αφήνει μέχρι να βγει προς τα έξω. Μπορεί να είναι συναίσθημα ευτυχίας, ανάτασης, έρωτα αλλά μπορεί να είναι και συναίσθημα απογοήτευσης, μεγάλης λύπης, απελπισίας ίσως. Όλα είναι μέρος της ζωής και μας καθορίζουν και μας οδηγούν.
Υποθέτω ότι ξεκίνησες από την κυπριακή μουσική όμως ποια άλλα ιδιώματα θα έλεγες ότι συνδιαμόρφωσαν το μουσικό σύμπαν σου;
Πρέπει να πω ότι δεν έχω καθόλου εμπειρία από την κυπριακή μουσική ούτε και ιδιαίτερη σχέση μαζί της. Την παραδοσιακή κυπριακή μουσική την αγαπώ και την σέβομαι πάρα πολύ όμως δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι μου ταίριαζε. Αγάπησα όμως πάρα πολύ την μουσική της Βραζιλίας όταν την πρωτοανακάλυψα στα δέκα οκτώ μου μέσω της bossa nova του Jobim, του Vinicius de Moraes και της Μarisa Monte. Λίγο αργότερα ήρθαν τα fados της Πορτογαλίας, άκρως αντίθετα βέβαια από την bossa nova και τον αισθησιασμό της. Όλα αυτά τα ακούσματα, σίγουρα με επηρέασαν, χωρίς καλά – καλά να το καταλάβω και ίσως και να «έπλασαν» εν μέρει την μουσική μου ταυτότητα.
Υπάρχει κάποια ερμηνεύτρια που δεν ήταν απλά επιρροή αλλά πρότυπο για εσένα;
Αγαπούσα πολύ την Βραζιλιάνα Μaria Bethania από την Βραζιλία και την άκουγα ασταμάτητα. Με συνέπαιρνε η έκφραση της, το ηχόχρωμα και η μεγαλοσύνη της φωνής της. Δεν ξέρω αν ήταν πρότυπο για εμένα αλλά σίγουρα η διαδρομή της και το πώς την χάραξε θα μπορούσαμ να ήταν.
Αισθάνεσαι περισσότερο στο σπίτι σου στην Κύπρο, την Ελλάδα ή την Γαλλία, εξίσου και στις τρεις χώρες ή σε καμία και νιώθεις περισσότερο πολίτισσα της Ευρώπης, αν όχι του κόσμου;
Όπως προανέφερα στην Ελλάδα δεν έζησα περισσότερο από ένα χρόνο οπότε δεν μπορώ να πω ότι πρόλαβα να την αισθανθώ ως σπίτι μου. Η Κύπρος και η Γαλλία είναι οι δυο χώρες που μοιράζω τον χρόνο μου και, υπό μιαν έννοια, και τον εαυτό μου. Τις αγαπώ και τις δύο για διαφορετικούς όμως λογούς. Στο Παρίσι πάντα αισθάνομαι ότι είμαι στο σπίτι μου και όταν επιστρέφω στη Λευκωσία νιώθω ότι ξαναβρίσκω τις ρίζες μου και θυμάμαι από πού ξεκίνησα για να φτάσω εδώ όπου βρίσκομαι σήμερα.
Ποιες είναι οι προσδοκίες σου από το «Vakia», τι θα ήθελες και τι περιμένεις από αυτό;
Θα ήθελα να μπει σε όσο δυνατόν περισσότερα σπίτια αλλά και ψυχές γίνεται, να αγαπηθεί. Μόνον αυτό.