Η Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου, σαν υπενθύμιση των κατορθωμάτων των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Ξεκίνησε σαν μία διαμαρτυρία στους δρόμους που έγινε στη Νέα Υόρκη το 1908 από γυναίκες που απαιτούσαν δικαίωμα ψήφου, μειωμένο ωράριο εργασίας και καλύτερους μισθούς.
Η πρώτη επίσημη Ημέρα της Γυναίκας γιορτάστηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1909 ως Εθνική Ημέρα της Γυναίκας, χάρη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής, το οποίο την όρισε προς τιμήν της απεργίας εργατριών ενδυμάτων που διαμαρτυρήθηκαν για τις συνθήκες εργασίας το 1908 στη Νέα Υόρκη.
Μια χρονιά αργότερα το 1910, η «Σοσιαλιστική Διεθνής» συναντήθηκε στην Κοπεγχάγη και καθιέρωσε την «Ημέρα της Γυναίκας» υποστηρίζοντας το δικαίωμα ψήφου. Μετά από αυτό το συνέδριο, στο οποίο συμμετείχαν ακτιβίστριες από όλο τον κόσμο, η τιμητική αυτή ημερομηνία 8 Μαρτίου ξεκίνησε να γίνεται παγκοσμίως γνωστή.
Η ημερομηνία 8 Μαρτίου καθορίστηκε μόλις μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έκτοτε αναγνωρίστηκε ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας το 1975.
Με αφορμή τη σημερινή ημέρα πάμε να θυμηθούμε 10 διάσημες Ελληνίδες που σημάδεψαν την Ελλάδα με την προσφορά τους στις τέχνες, στον πολιτισμό, στην επιστήμη, στα γράμματα, στην πολιτική, στον αγώνα.
Ειρήνη Παππά
Η Ειρήνη Λελέκου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στο Χιλιομόδι Κορινθίας στις 3 Σεπτεμβρίου 1926 από γονείς εκπαιδευτικούς. Στον καλλιτεχνικό χώρο πρωτοεμφανίστηκε στα 15 της ως τραγουδίστρια και χορεύτρια. Στην συνέχεια σπούδασε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας της συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους. Το 1948, τελειόφοιτη πλέον της σχολής του Εθνικού Θεάτρου, μαγνήτισε με την ομορφιά της τον Αλέκο Σακελλάριο, ο οποίος την ενέταξε στο σχήμα της επιθεώρησης «Άνθρωποι, Άνθρωποι» που ανέβηκε στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και άφησε εποχή.
Την ίδια χρονιά έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Χαμένοι άγγελοι» (1948), όπως και ο συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Η Ειρήνη Παπά επιβλήθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό με τον ρόλο της στην ταινία του Φρίξου Ηλιάδη «Νεκρή πολιτεία» (1952)..
Έλλη Λαμπέτη
Η Έλλη Λαμπέτη είναι για πολλούς, η μεγαλύτερη Eλληνίδα ηθοποιός. Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής και το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου.
Όσοι την είδαν στο θέατρο, μιλούν για εμπειρία μοναδική. Έπαιξε σημαντικούς και σπουδαίους ρόλους, ενώ η προσωπική της ζωή, οι έρωτές της, και το δράμα της οικογένειάς της, την κάνουν “Το κορίτσι με τα μαύρα”, όπως η ταινία του Mιχάλη Κακογιάννη που πρωταγωνίστησε. Πέρασε κι εκείνη από τις διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές με την ταινία Il relitto ή Το χαμένο κορμί (1961).
Κατίνα Παξινού
Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου – Παξινού ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, κυρίως δραματικού ρεπερτορίου, παγκοσμίου φήμης.
Τον Ιανουάριο του 1944 η Κατίνα Παξινού γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στις Χρυσές Σφαίρες για την ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Στις 2 Μαρτίου κερδίζει και το Όσκαρ και το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας.
H Kατίνα Παξινού, η μεγάλη μας τραγωδός, κατάφερε να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ, βάζοντας τους δικούς της όρους. Έπαιξε σε 11 ταινίες μόνο, μία ελληνική –Το νησί της Αφροδίτης– ενώ οι υπόλοιπες ήταν ξένες παραγωγές. Στο θέατρο έπαιξε όλους σχεδόν τους ρόλους που ονειρεύεται κάθε ηθοποιός ρεπερτορίου.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1973 θα φύγει από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο.
Μελίνα Μερκούρη
Η Μελίνα Μερκούρη είναι η τελευταία Ελληνίδα θεά, όπως την αποκαλεί η ιταλική Corriere della Sera. Μία γυναίκα σύμβολο που σημάδεψε την Ελλάδα με τα λόγια, τις πράξεις και την παρουσία της.
Έζησε με μία και μόνο βαθιά επιθυμία. Να δει τα Μάρμαρα του Παρθενώνα να επιστρέφουν στην πατρίδα τους. «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ».
Τον Ιούλιο του 1982 στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της Unesco στο Μεξικό θέτει για πρώτη φορά επίσημα θέμα επιστροφής των μαρμάρων.
«Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα. Όπως υπάρχει ο Δαβίδ του Michelangelo, υπάρχει η Αφροδίτη του Da Vinci, υπάρχει ο Ερμής του Πραξιτέλη, υπάρχουν οι Ψαράδες στη θάλασσα του Turner, υπάρχει η Capella Sixtina. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα» θα φωνάζει μέχρι τέλους.
«Η Ελλάδα είναι η πραγματική μου δύναμη, ο πραγματικός καημός μου. Η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα, αυτό είναι η κληρονομιά της, αυτό είναι η περιουσία της κι αν το χάσουμε αυτό θα είμαστε κανείς».
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 του Οκτωβρίου του 1920 σε ένα αριστοκρατικό αρχοντικό επί της οδού Τσακάλωφ στο Κολωνάκι. Ο πατέρας της διατελεί βουλευτής και ο παππούς της Σπύρος για 11 χρόνια θα παραμείνει στη θέση του δημάρχου Αθηναίων. Ο παππούς Σπύρος είναι η διαρκής αναφορά της, το πρότυπό της.
Το 1955 είναι χρονιά ορόσημο για την καριέρα και τη ζωή. Ο Μιχάλης Κακογιάννης την επιλέγει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της «Στέλλας».
Παίζει στο πλευρό του Γιώργου Φούντα, γίνεται σύμβολο και αλλάζει μια για πάντα την ιστορία του κινηματογράφου. Η υποψηφιότητα για το πρώτο βραβείο ερμηνείας στις Κάννες την καθιερώνει ως μία εκ των κορυφαίων.
Η άνοιξη του ’55 τη βρίσκει να πατά το κόκκινο χαλί των Καννών. Το βραβείο δεν δίνεται σε καμία εκείνη τη χρονιά γιατί η Μελίνα και η αντίπαλός της θεωρούνται ισάξιες. Το τέλος της βραδιάς τη βρίσκει να κλαίει σε μία αίθουσα, όταν μπροστά της εμφανίστηκε ο έρωτας της ζωής της.
Εκείνο το βράδυ η Μελίνα Μερκούρη θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τον Ζυλ Ντασσέν. «Είναι υπέροχο πράγμα να μπορείς να αγαπάς. Είναι πράγμα θείο».
Στις Κάννες θα επιστρέψουν μαζί το 1960 με το Ποτέ την Κυριακή. Πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ, ανάμεσά τους ο πρώτος, γυναικείος ρόλος. Χάνει από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Το απόγευμα της 6ης Μαρτίου του 1994 η Μελίνα Μερκούρη θα φύγει από τη ζωή σε ένα κρεβάτι στο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα.
Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους και μία λαοθάλασσα τη συνόδευσε στην τελευταία της κατοικία. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Broadway παρέμειναν κλειστά, ενώ η ημέρα του θανάτου της, έχει ορισθεί από την Unesco ως παγκόσμια ημέρα Πολιτισμού.
Μαρία Κάλλας
Ήταν η Νόρμα, η Αΐντα, η Μήδεια. Ήταν μία άλλη κάθε φορά. Ήταν όλες εκείνες μαζί. Ήταν ο μύθος. Ήταν η φωνή που σηματοδότησε μία νέα εποχή στην όπερα.
Γεννιέται στο Μανχάταν στις 2 Δεκεμβρίου 1923 από γονείς Έλληνες μετανάστες και παίρνει το όνομα Άννα Μαρία. Είναι το δεύτερο κορίτσι του Γιώργου και της Λίτσας Καλογερόπουλου. Ο πατέρας της φαρμακοποιός και η μητέρα της νοικοκυρά. Το ζευγάρι δεν τα πηγαίνει καλά και τελικά χωρίζει.
Η Λίτσα παίρνει τη Μαρία και την αδερφή της, την Τζάκι, και φεύγουν για την Ελλάδα. Θα μείνουν στα Σεπόλια, σε μία παλιά μονοκατοικία στην οδό Ξανθίππης μαζί με τη γιαγιά τους. Ούτε εκεί αντέχουν για πολύ.
Φτιάχνουν πάλι τις βαλίτσες τους. Εισιτήριο αυτή τη φορά δεν θα χρειαστούν. Η μητέρα της Κάλλας έχει ανακαλύψει αυτό που θα τους εξασφαλίσει μία πλουσιοπάροχη ζωή. Η χοντρή, όπως πολλές φορές θα την αποκαλεί, και άχαρη κόρη της, Μαρία, είχε ένα ταλέντο από τον θεό δοσμένο. Αυτό ήταν το εισιτήριό τους.
«Το πρόγραμμα ήταν καθορισμένο από τη μητέρα μου. Θα γινόμουν καλλιτέχνης με κάθε τρόπο. Οι γονείς πολλές φορές λένε έχω θυσιαστεί για εσένα, πρέπει να κάνεις όσα έπρεπε να κάνω εγώ στη ζωή μου» θα εξομολογηθεί σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της η Μαρία Κάλλας.
Περνά ώρες στο δωμάτιο μόνη της ακούγοντας όπερα. Εκεί, στον πέμπτο όροφο Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά ξεκινά να χτίζεται ο μύθος. Κι ας μην το ξέρει. Κι ας μην μπορεί να το φανταστεί. «Μόνο όταν τραγουδούσα πίστευα πως με αγαπούσαν».
Η όπερα ήταν ο δρόμος. Ο δικός της δρόμος και κανένας δεν μπορούσε να την εμποδίσει να πάει προς τα εκεί.
Στο Εθνικό Ωδείο θα ακουστεί για πρώτη φορά σε κόσμο η φωνή της. Η Ισπανίδα Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο είναι η δασκάλα της. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που την πιστεύει. Αγνά και ανιδιοτελώς.
Το 1942 κλείνει τα 18 και πρωταγωνιστεί στην Τόσκα. Γίνεται διάσημη. Όλοι μιλούν για τη φωνή της. Ο αυστηρός Ιωάννης Ψαρούδας του Βήματος γράφει μετά την παράσταση: «Μία ωραία υπόσχεση για το μέλλον».
Η Μαρία Κάλλας θα δώσει πολλές υποσχέσεις και θα τις κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής της. Μία από αυτές; Να μείνει για πάντα δοσμένη στις δύο μεγάλες αγάπες της. Την όπερα και τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Στις 15 Μαρτίου 1975 ο Ωνάσης αφήνει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Παρισιού. Εκείνη βρίσκεται στο πλευρό του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, θα πει ότι εκείνη τον άφησε να φύγει και να παντρευτεί την Τζάκι. «Αν είναι εκείνος ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ».
Ούτε δύο χρόνια δεν πέρασαν. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, η βοηθός της τη βρίσκει νεκρή στο δωμάτιό της. Χρήση βαρβιτουρικών. Καρδιακή προσβολή.
Διδώ Σωτηρίου
Μια Βιωματική Λογοτέχνης και Αγωνίστρια
Η κορυφαία Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παππά και της Μαριάνθης Παπαδοπούλου. Είχε μία μικρότερη αδερφή, την Έλλη Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τον Αντρέ Μαλρώ και τον Αντρέ Ζιντ.
Το 1933 παντρεύτηκε τον Πλάτωνα Σωτηρίου, αδελφό της μητέρας της Άλκης Ζέη, για την οποία η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε πρότυπο.
Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας, στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Τον Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα». Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτης στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.
Το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο «Διδώ Σωτηρίου», το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα».
«Τα δικά μου προσωπικά βιώματα ήταν αναπόσπαστα δεμένα με την περιπέτεια του Ελληνισμού του 20ου αιώνα. Τέτοια ήταν η μοίρα της γενιάς μου. Δύο προηγούμενα μυθιστορήματά μου (σ.σ. Οι νεκροί περιμένουν, Ματωμένα χώματα) βγήκαν απ’ τη Μικρασιατική καταστροφή, που την έζησα μικρό παιδί. (..)
Είναι τόσο σύνθετα, τόσο περίπλοκα και τόσο οδυνηρά τα όσα γίνανε στην Ελλάδα από την Κατοχή κι εδώ, που όσα κι αν έχουνε γραφτεί, είναι λίγα. Και μήπως πήραμε ανάσα – όπως λέω στον πρόλογό μου – να σταθούμε, να μετρηθούμε πεθαμένοι, ζωντανοί, ζημιωμένοι, κερδισμένοι να δούμε που λαθέψαμε όλοι μαζί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, να γίνουμε αντικειμενικοί; (…)
Είναι χρέος μας ν’ αφήσουμε σ’ αυτήν τη γενιά που μας διαδέχεται τις εμπειρίες μας, τις αλήθειες μας, για να μπορέσει να βρει τον κώδικα, να ξέρει που βαδίζει και πώς θα βαδίσει», είχε πει η Διδώ Σωτηρίου σε συνέντευξή της στα «ΝΕΑ» και τον Γιώργο Πηλιχό το 1976.
Κατερίνα Στεφανίδη
H Κατερίνα Στεφανίδη, η καλύτερη αθλήτρια όλων των εποχών για τον ελληνικό στίβο.
«Άρχισα το επί κοντώ όταν ήμουν 10 ετών. Και οι δύο γονείς μου είχαν ασχοληθεί με τον στίβο. Ο μπαμπάς τριπλούν και η μαμά 400 μ., κυρίως. Νωρίτερα πήγαινα σε αγώνες που λέγονται μίνι και βάζουν παιδάκια που είναι Α’ και Β’ Δημοτικού μαζί Γ’ και Δ’ μαζί. Αλλά πιο σοβαρά ασχολήθηκα όταν ήμουν περίπου 10 ετών, λίγο μετά το Σίδνεϊ.
Δοκίμασα πολλά σπορ και γενικά βαριόμουν εύκολα. Αυτό ήταν το πρόβλημα μου. Καλά -μη νομίζεις- και με τον στίβο έτσι αισθανόμουν, στην αρχή. Απλά, επειδή φάνηκε από την αρχή να έχω ταλέντο με πίεσαν και οι γονείς μου λίγο παραπάνω σε αυτό.
Από νωρίς προσπαθούσαμε να βάλουμε σωστές βάσεις αθλητικές και τεχνικές. Εμένα μου ήταν πιο εύκολο από τεχνικής άποψης το αγώνισμα και είχα αυτή την ανάπτυξη πολύ μικρή. Ήμουν δυνατό παιδί, γρήγορο, μυώδες. Θυμάμαι τους γονείς μου να με βάζουν να κάνω βάρη σε μικρή ηλικία.
Ήταν κάτι που το είχα φυσικό. Όταν πηγαίναμε στην παραλία το καλοκαίρι ο μπαμπάς πάντα με έβαζε να αγωνίζομαι. Δηλαδή, έτρεχα στην άμμο έκανα μήκος, μήκος άνευ φοράς. Οπότε όπως και να έχει, όσο παιχνίδι και να είναι αυτό, γυμνάζεται ένα παιδί», αφηγείται η Κατερίνα Στεφανίδη στο Sport24.gr για την πρώτη της επαφή με τον αθλητισμό.
Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 με άλμα στα 4,85 μέτρα. Αγωνίστηκε επίσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 και του 2020. Έχει ρεκόρ 4,91 μέτρα στον ανοικτό και 4,90 μέτρα στον κλειστό στίβο.
Είναι η πρωταθλήτρια Ευρώπης ανοικτού στίβου (2018) και του Diamond League (2019), πρωταθλήτρια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου, πρωταθλήτρια στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου και έλαβε δυο φορές το χάλκινο μετάλλιο σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου.
Αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Άμστερνταμ το 2016 (με 4,81 μ.), πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κλειστού το 2017 (με 4,85 μ.) και πρωταθλήτρια κόσμου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Λονδίνο το 2017 (με 4,91 μ.), γεγονός που την τοποθετεί στην πέμπτη θέση του άλματος επί κοντώ όλων των εποχών.
Κέρδισε συνολικά 10 μετάλλια σε όλα τα διεθνή αθλητικά πρωταθλήματα. Αναδείχθηκε αθλήτρια της χρονιάς στην Ευρώπη για το 2017 και αθλήτρια της χρονιάς στην Ελλάδα για το 2017 και το 2019.
Στις 17 Αυγούστου 2022, η Κατερίνα Στεφανίδη κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου στο Μόναχο. ΄Έκανε ρεκόρ για το 2022 με 4,75μ. και κατάφερε να γίνει η πρώτη Ελληνίδα αθλήτρια (γυναίκα ή άνδρας) με τέσσερα μετάλλια στον στίβο σε μία διοργάνωση, αλλά και η πρώτη αθλήτρια στην ιστορία του επί κοντώ γενικότερα με τέσσερα μετάλλια στην συγκεκριμένη διοργάνωση.
Ελένη Βακαλό
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1921. Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1940-1945) και το 1948 έφυγε για το Παρίσι προκειμένου να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και να ειδικευτεί στην Ιστορία της Τέχνης.
Εργάστηκε για λίγο ως καθηγήτρια Νέων Ελληνικών και στη συνέχεια στράφηκε επαγγελματικά στη Σχολή Διακοσμητικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών Βακαλό, την οποία ίδρυσε από κοινού με τον ζωγράφο και σκηνογράφο σύζυγό της Γιώργο Βακαλό(πουλο). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη διδασκαλία Ιστορίας Τέχνης και την κριτική.
Στον κόσμο της λογοτεχνίας εμφανίζεται το 1944 μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Νέα Γράμματα». Ένα χρόνο αργότερα θα εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, «Θέμα και παραλλαγές». Σταθμό στην ποιητική της πορεία αποτέλεσε η ποιητική συλλογή της «Στη Μορφή των θεωρημάτων» (1951).
Στην κριτική του ο Μανόλης Αναγνωστάκης θα αναφέρει: «Η Ελένη Βακαλό πετυχαίνει το μοναδικό, αυτό που ζητούμε από κάθε αληθινή ποιήτρια. Να κάνει ποίηση γυναικεία, να μιλήσει με γλώσσα γυναικεία, να δείξει πως αυτό που νιώθει το νιώθει σαν γυναίκα είναι δικό της δεν είναι δανεισμένο απ’ αλλού, είναι με μια λέξη δική της, προσωπική δημιουργία. Αυτό το στοιχείο της θηλυκότητας εξουσιάζει την ποίησή της. Μια θηλυκότητα ζεστή, που ξεχύνεται ορμητική με αίμα νεανικό, αισιόδοξη, ατίθαση».
Η Ελένη Βακαλό τιμήθηκε με το Α´ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Ιστορία και Γεγονότα της Κυρα Ροδαλίνας (1991), με το Βραβείο Δοκιμίου της Ακαδημίας για το δίτομο έργο της «Κριτική Εικαστικών Τεχνών, (1997). Αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ (1998) και Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Derby (Αγγλία 2000).
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Θέμα και παραλλαγές (1945), Αναμνήσεις από μια Εφιαλτική Πολιτεία (1948), Στη μορφή των Θεωρημάτων (1951), Το Δάσος (1954), Τοιχογραφία (1956), Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958), Περιγραφή του Σώματος (1959), Η Έννοια των Τυφλών (1962), Ο Τρόπος να κινδυνεύουμε (1966), Γενεαλογία (1971), Του κόσμου (1978), Πριν από τον λυρισμό (1981). Δημοσίευσε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια Ιστορίας της Τέχνης.
Έλενα Ναθαναήλ
Η Έλενα Ναθαναήλ (Ελένη Δεληβασίλη) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Πρωτοεμφανίστηκε στο σινεμά στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη Κάτι να καίει (1964) στην ηλικία των 16 ετών.
Εντυπωσίασε με τη μελαχρινή εύθραυστη ομορφιά της, τα χαρακτηριστικά μάτια της και τοαριστοκρατικό ύφος της, που την ανέδειξαν αμέσως σε σταρ.
Γερμανοί παραγωγοί την ξεχώρισαν και το 1965, πρωταγωνίστησε στο Walsungenblut. Έξι χρόνια αργότερα, έκανε κι ένα πέρασμα από την ιταλική παραγωγή Il Sorriso del ragno αν και σε όλους μας, έχει μείνει αξέχαστη η παρουσία της στο ελληνικό Love Story, «Εκείνο το καλοκαίρι».
Ρίκα Διαλυνά
Η Ρίκα Διαλυνά είναι Ελληνίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, με διεθνή καριέρα. Προερχόμενη από το χώρο των καλλιστείων, εμφανίστηκε σε ρόλους προκλητικής και μοιραίας γυναίκας στην κινηματογραφική της διαδρομή.
Η Ρίκα Διαλυνά ξεκίνησε από τα καλλιστεία, όπου βγήκε Σταρ Ελλάς το 1954, ενώ στο διαγωνισμό για την Μις Υφήλιο, κατέκτησε την πέμπτη θέση. Έπαιξε δίπλα σε μεγάλους μας ηθοποιούς, ενώ πέρασε από το Χόλιγουντ για ταινίες και συμμετοχές σε τηλεοπτικές εκπομπές και σειρές, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή της στο φιλμ του Φελίνι Giulietta degli spiriti (1965).
Στον κινηματογράφο έπαιξε βασικά το ρόλο της προκλητικής γυναίκας, εντυπωσιάζοντας με την κορμοστασιά της και τον «αέρα» της, στις ταινίες «Για το Ψωμί και τον Έρωτα» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ένας βλάκας και μισός» (1959), «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Ο άρχοντας του κάμπου» (1961), «Διπλοπενιές» (1966) και «Τι 30, το 40, τι 50» (1972).
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Χρόνια μας πολλά!
Φιλιά, Αγγελική.